Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΟΦΑΛΟΥ (6)



Μια ενδιαφέρουσα φωτογραφική σύνθεσις του ολυμπιονίκου Δημ. Τόφαλου από διαφημιστικά φυλλάδια εις την Αμερικήν. Διακρίνεται ο Τόφαλος εις ένα νούμερο (θιάσου ποικιλιών) ως αρχαίος Έλλην, ως στρατιώτης κλπ.

Έκτο μέρος
-----------------
 
- Ναι αγαπητοί μου – απάντησα – αλλά όπως πληροφορούμαι το βάρος είναι πολύ περισσότερον εκείνου που ανύψωσα στην Αθήνα. Νομίζω πως κάνατε άσχημα να υποσχεθήτε στον υψηλότατο Τούρκο ένα τέτοιο πράγμα.
Κι εγώ δεν έχω καμιά διάθεσι να ρεζιλέψω την Ελλάδα μπροστά στα μάτια των Τούρκων...
- Τόφαλε μου πρέπει να το επιτύχης. Η νίκη αυτή θα σημάνη πολλά. Σκέψου τις χιλιάδες των πατριωτών μας που ζουν υπόδουλοι. Συλλογίσου με πόση υπερηφάνεια θα φύγουν από το στάδιο. Και το σπουδαιότερο τι κουράγιο θα τους δώσης στη σκλαβιά που ζούνε.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
Τότε μου ήλθε μια ιδέα. Ήταν λίγο εξωφρενική. Ο ενθουσιασμός όμως της νειότης δεν ξαίρει απ’ αυτά. Τόλμησα και την είπα στους δύο συμπατριώτες μας.
- Ελπίζω να το καταφέρω. Χρειάζομαι όμως μια μικρή ηθική ενίσχυσι.
- Ότι θέλεις, μου απάντησαν.
- Λοιπόν, επιθυμώ να παιχθή πρώτα ο εθνικός μας ύμνος. Πιστεύω πως με τον ενθουσιασμό μου θ’ ανυψώσω το αμφίσφαιρο που υποσχεθήκατε στον πασσά...
Αυτοί αλληλοκοιτάχτηκαν έντρομοι. Πλησίασαν κοντά μου και μου είπαν σχεδόν εμπιστευτικά:
- Ξεχνάς, Τόφαλε ότι εδώ είμαστε υπόδουλοι; Εδώ είναι Τουρκία πλέον και αν παιχτή ο εθνικός ύμνος είμαστε όλοι χαμένοι.
Τους απήντησα τότε:
- Όπως κι εγώ θα καταβάλω υπεράνθρωπες δυνάμεις ν’ ανυψώσω το βάρος, το ίδιο θα καταβάλετε και σεις προσπάθειες να πείσετε τον Κιαμήλ να δεχτή την... μικρή αυτή χάρι μου.

Έφυγαν απογοητευμένοι. Εν τούτοις διεβίβασαν στον Πασά την επιθυμία μου. Του είπαν συγκεκριμένα ότι ο Έλλην αθλητής επιθυμεί να του κάνετε τη χάρι να παίξη η μουσική ένα «Ελληνικό Μαρς» την ώρα του αγωνίσματος.
- Μετά χαράς, απάντησε ο Τούρκος επίσημος γιατί ήταν βέβαιος πως «ούτε με δέκα Μαρς» δεν θα ανυψώνετο το βάρος των αλτήρων.
Ήλθαν και μου το ανήγγειλαν με μεγάλη χαρά. Αυτό, που επέτυχα μου άρεσε εξαιρετικά. Πιστεύω πως ίσως αυτό να μ’ έκανε να πλημμυρίσω περισσότερο από συγκίνησι παρά η νίκη μου στο αμφίσφαιρον.

ΑΠΟΘΕΩΣΙΣ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Σε λίγο όλα ήσαν έτοιμα. Μαζί με τους συναδέλφους μου βγήκα στο γήπεδο. Ο πληθυσμός της Σμύρνης στην εμφάνισι μας σηκώθηκε όρθιος από τα καθίσματα του και μας χειροκροτούσε με εκδηλώσεις παράφορου ενθουσιασμού. Εκείνο που επροκάλεσε θύελλα χειροκροτημάτων ήσαν τα ελληνικά χρώματα.
- Γεια σας λεβέντιες!
- Να μας ζήση ο γαλανός ουρανός!
Το αγώνισμα της άρσεως βαρών αρχίζει. Αντίπαλοι μου είναι ο Κωνσταντινουπολίτης Έλλην ονόματι Καροτσιέρης και ο Σμυρναίος αθλητής Λεωνίδας Μπουγιούκας, Και οι δύο έμειναν στην ανύψωσι βάρους 80 οκάδων. Από εκεί και πέρα έπρεπε μόνος μου ν’ αγωνίζομαι. Αλλά δια να μη κουράζωμαι εγκατέλειψα τα μικρά βάρη και πήγα μπροστά στο αμφίσφαιρον το οποίον ζύγιζε περι τις 113 οκάδες. Έκανα δύο αναπνευστικές ασκήσεις και γύρισα ατενίζοντας τους Έλληνας θεατάς οι οποίοι με αγωνία παρακολουθούσαν και την πιο ελάχιστη κίνησι μου.

Εκείνη τη στιγμή η μουσική της πόλεως της Σμύρνης ανακρούει τον ελληνικόν εθνικόν ύμνον. Σαν ένα κύμα οι χιλιάδες των θεατών σηκώνονται από τις θέσεις των και στέκουν προσοχή. Με το βλέμμα μου αγκαλιάζω τον υπόδουλο ελληνισμό της Σμύρνης που για πρώτη φορά ακούει τον ύμνο της ελευθερίας. Βλέπω τα μάτια όλων να κυλάνε δάκρυα. Οι γυναίκες έκλαιαν με λυγμούς. Πραγματικά είναι αφάνταστον να διανοηθή κανείς –και αυτή την εποχή μάλιστα- τι εθνικό λουτρό έλαβαν οι Έλληνες σκλάβοι της εποχής εκείνης στο γήπεδο της Σμύρνης.
Με υπερηφάνεια στριφογυρίζω τα μάτια μου από την μια άκρη του γηπέδου μέχρι την άλλη. Η ψυχή μου φτερουγίζει κοντά στα σκλαβωμένα αδέλφια. Τα βλέμματα τους, έτσι πονεμένα όπως με κοιτούν μου δίνουν δύναμι και αυτοκυριαρχία. Μ’ ενθουσιάζουν. Μου πλημμυρίζουν τη ψυχή από εθνικό φανατισμό...

Με αυτά τα συναισθήμτα πλημμυρισμένος, σκύβω και πιάνω το αμφίσφαιρον. Νοιώθω πως χιλιάδες αναπνοές σταματούν. Ξαίρω καλά πως θέλουν να φωνάξουν, να επευφημήσουν, να μου δώσουν κουράγιο. Μα η ανάσα τους έχει κοπή. Βλέπουν δύο χαλύβδινα μπράτσα να γατζώνουν τη σιδερένια ράβδο και το αμφίσφαιρον να σηκώνεται.
Με ψυχραιμία και μεθοδικότητα χωρίς να βιάζωμαι, το ανυψώνω πάνω από το κεφάλι μου. Το στηρίζω εκεί στα δύο μου χέρια και βαδίζω αργά-αργά και το τοποθετώ στο κιβώτιον με το οποίον το είχαν μεταφέρει οι τρεις εργάτες στον στίβο.
Τότε σαν θύελλα ξέσπασε ένας ακράτητος ενθουσιασμός μεταξύ των χιλιάδων θεατών, που είχαν κατακλύσει το γήπεδον. Εθνικό μεθύσι που παρέλυε πραγματικά τις ψυχές των σκλάβων.
-Να μας ζήσεις Τόφαλε...
- Γειά σου καμάρι της Ελλάδος...
Ακόμη και ο δηλητηριώδης Κιαμήλ πασάς ανγκάσθηκε προ της φρενιτιώδους εκδηλώσεως του πλήθους να χειροκρότηση. Όταν δε του είπαν ότι το βάρος του αμφισφαίρου ευρέθη να είναι 113 οκάδες, ο πασάς του Αϊδινίου είπε χαρακτηριστικά και με... συγκατάβασι:
-Μπράβο στο παιδί, έχει κάποια δύναμι!...

ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΙ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ
Γυρίσαμε στην Αθήνα εκδρομείς και αθληταί, πλημμυρισμένοι από χαρά και συγκίνησι. Οι καρδιές όμως όλων μας ήσαν σφιγμένες. Σ’ όλο το ταξίδι και για πολλές ημέρες ακόμη ύστερα δεν μπορούσε να φύγη από μπροστά μας η εικόνα των σκλαβωμένων αδελφών μας. Τους βλέπαμε με τα μαντήλια να σκουπίζουν τα δάκρυα τους και να μας αποχαιρετούν στην προκυμαία:
-Στο καλό να πάτε...
-Στο καλό ελεύθερα πουλιά...
Αυτόν τον ψυχικόν κλονισμό εγώ τον αισθάνθηκα πολύ έντονον. Ένοιωτα τις ματωμένες καρδιές των δούλων Ελλήνων κι η ψυχή μου επαναστατούσε από αγανάκτησι. Δυστυχώς δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά. Με ικανοποιούσε όμως η σκέψις ότι η εμφάνισις μας στην όμορφη Σμύρνη και οι αθλητικαί μας επιδείξεις ετόνωσαν το πατριωτικόν αίσθημα του υπόδουλου Ελληνισμού και ενίσχυσαν ηθικά τους δυστυχισμένους συμπατριώτας μας. Και αυτό ήταν κάτι μέσα στη φοβερή εκείνη κόλασι που ζούσαν οι πληθυσμοί των τουρκοκρατούμενων περιοχών.

Ο ΤΟΦΑΛΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Στην Αθήνα και στην Πάτρα όπου επροπονούμην τότε, άρχισε να γίνεται συστηματική αθλητική εργασία. Άρχισα να επιδίδωμαι και στο αγώνισμα της πάλης. Οι προπονηταί μου με διαβεβαίωναν ότι και στο αγώνισμα τούτο θα διαπρέψω αν επιδοθώ με την ίδια θέλησι και την ίδια αυτοπεποίθησι, που ρίχτηκα στο αγώνισμα της άρσεως βαρών. Το σώμα μου άλλωστε και η μυϊκή μου δύναμις συνηγορούσαν υπέρ της απόψεως των προπονητών μου.
Με πραγματικό φανατισμό ρίχτηκα στο σπόρ της πάλης. Χωρίς βέβαια να εγκαταλείψω το κύριο αγώνισμα μου, η πάλη άρχισε να μου γίνεται ένα πολύ συμπαθητικό παιγνίδι. Κάποτε ο μακαρίτης ο πατέρας μου –ο οποίος ήταν μανιώδης φίλαθλος- ήλθε και παρακολούθησε μια προπόνησι πάλης μ’ ένα συνάδελφο μου. Σε κάποια στιγμή που χτυπιόμαστε με τον αντίπαλο μου, ψιθύρισε στο αυτί του φίλου του:
-Δεν ξαίρω τι ξύλο έφαγε από τον πατέρα του αυτός ο χριστιανός(εννοούσε τον αντίπαλο μου) αλλά αυτά τα χτυπήματα που τρώει απ’ το Δημήτρη δεν ήθελα να τατρωγα ούτε στο όνειρο μου.
Μέσα σ’ εξι μήνες είχε προπονηθή αρκετά. Ο Τζίνης και ο Χριστόπουλος μου έλεγαν ότι βρισκόμουνα σε πολύ καλή φόρμα κι ότι θα μπορούσα να αντιμετωπίσω επιτυχώς ένα σοβαρόν αντίπαλον. Παραλλήλως παρακολουθούσα με ζωηρόν ενδιαφέρον τις επιδόσεις των ξένων αθλητών εις το αγώνισμα της άρσεως βαρών. Και τούτο γιατί επλησίαζε ο καιρός που θα ελάμβανα μέρος στην Ολυμπιάδα.

ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ
Πολλοί αθληταί της Ευρώπης –όπως διαβάζαμε από τις αθλητικές εφημερίδες- δεν κατώρθωναν να φθάσουν την δική μου επίδοσι. Αυτό βέβαια μας ενθουσίαζε, αλλά και μας έβαζε σε κάποια υποψία. Σκεφτόμαστε μήπως αυτό ήταν κανένα «Ευρωπαϊκό κόλπο» εν όψει των Ολυμπιακών αγώνων του 1906 για να παραπλανήσουν τους άλλους αθλητάς.
Το φθινόπωρο του 1905 εις την Λυών της Γαλλίας ετελούντο ευρωπαϊκοί αθλητικοί αγώνες, εις τους οποίους περιλαμβάνετο και το αγώνισμα της άρσεως βαρών δι’ αμφοτέρων των χειρών. Επίσης στο πρόγραμμα των αγώνων περιελαμβάνετο και η πάλη.
Έλαβα πρόσκλησιν και πήγα να λάβω μέρος. Στο αγώνισμα της άρσεως βαρών ήλθα πρώτος. Νίκησα τον τελευταίο μου αντίπαλον με 142 κιλά. Είχα όμως εγγραφή ότι θα ελάμβανα μέρος και στο αγώνισμα της ελευθέρας πάλης.
Στην αρχή οι Γάλλοι δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία στον νεαρό Έλληνα. Όταν είδαν όμως με πόση ευκολία ανύψωσα το βάρος των 142 κιλών, άρχισαν ν’ ανησυχούν και για το αγώνισμα της πάλης όπου εδήλωσα συμμετοχήν.

ΜΕ... 47 ΑΝΤΙΠΑΛΟΥΣ
Ασφαλώς θα σας φανή παράδοξον αυτό που θα σας πω τώρα. Και όμως είναι αληθές. Οι παλαιότεροι βεβαίως το γνωρίζουν και θα το ενθυμούνται από τα σχόλια του διεθνούς τύπου της εποχής εκείνης.
Οι αγώνες της πάλης άρχισαν. Μέσα σε μίαν εβδομάδα που βρισκόμουνα στη Γαλλία είχα κατακτήσει ολόκληρο τον αθλητικόν κόσμο της μεγάλης αυτής ευρωπαϊκής χώρας. Με ζωηρόν ενδιαφέρον ο φίλαθλος πληθυσμός παρακολουθούσε την εξέλιξιν των παλαιστικών αγώνων. Επί δύο ημέρας επάλευα συνεχώς με ισχυρούς αντιπάλους. Αλλά την δευτέραν ημέραν το μυϊκόν μου σύστημα είχε καταπονηθή. Είχα πάθει εξάντλησιν. Έτσι ο 47ος αντίπαλος μου, ο Γάλλος Ντυμπουά μ’ ενίκησε.

Οι Γάλλοι υπεδέχθησαν τη νίκη του συμπατριώτου των Ντυμπουά με εκδηλώσεις φανατισμού υπέρ του λατρευτού αθλητού των. Πραγματικά τους «πήρε το αίμα πίσω...».
Βέβαια η νίκη του Ντυμπουά ήταν μια καθαρά αθλητική νίκη. Και ο γαλλικός τύπος ενθουσιωδώς συνεχάρη τον Γάλλον πρωταθλητήν. Αλλά όλοι εγνώριζαν πως εγώ τις δύο ημέρες επάλευα συνεχώς και ότι φυσικόν ήταν να έχω υποστή κόπωσιν. Οι ομογενείς μάλιστα το διεκήρυτταν αυτό εις όλους τους τόνους. Πολλοί εστοιχημάτιζαν πως αν ξαναγίνη πάλη ύστερα από ολίγων ημερών ξεκούρασι εγώ θα ήμουν σε θέσι να συντρίψω τον αντίπαλο μου.

Αυτό εδημιούργησε μεγάλο φανατισμό όχι μόνον μεταξύ των ολίγων Ελλήνων που βρισκόντουσαν στη Λυών αλλά και μεταξύ των Γάλλων ακόμη φιλάθλων οι οποίοι είχαν διχασθή. Πράγματι μου έγινε πρόσκλησις μετά τέσσαρες ημέρες να επαναληφθή η πάλη γιατί άλλωστε θα γινόταν και η απονομή των βραβείων. Ο δήμαρχος της πόλης –ήταν τότε ο σημερινός πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Ερριώ- μου συνέστησε προσωπικώς να δεχθώ να λάβω μέρος εις τον επαναληπτικόν αγώνα.

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ
Την Κυριακήν επραγματοποιήθη ο αγών. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξον. Όλοι οι Γάλλοι θεαταί –και υπερέβαιναν τους 50 χιλιάδες- ήσαν με το μέρος του συμπατριώτου των. Ο πατριωτισμός και η φυλετική υποστήριξις εγκρέμισε τις αθλητικές διαφορές πουχαν μεταξύ των και όλοι σαν ένας υπεδέχθησαν με θυελλώδη χειροκροτήματα την εμφάνισιν εις το ρινγκ του Ντυμπουά. Απ’ εναντίας η εμφάνισις η δική μου επροκάλεσε ψυχρότητα εις τας χιλιάδες των θεατών. Μόνο οι ολίγοι Έλληνες που παρευρίσκοντο στο γήπεδον χειροκροτούσαν και φώναζαν αλλά οι φωνές των επνίγοντο εις την Γαλλικήν ανθρωποθάλασσαν.
Αυτό όμως μου άρεσε μένα. Ήξαιρα πως οι Γάλλοι ήσαν ευγενείς. Είχαν αθλητικήν αγωγή και ανεξαρτήτως αν ήσαν από την Νορμανδίαν ή την Μασσαλίαν ή το Παρίσι οι Γάλλοι έδειχναν πάντοτε ότι ήσαν Γάλλοι. Πως τώρα το ξέχασαν δεν μπορούσα να καταλάβω. Ένα μόνον κατάλαβα τότε ότι... πικαρίστηκα. Κι αυτό ήταν που με ωφέλησε και μου αναπτέρωσε το ηθικόν.

Τέλος έκτου μέρους (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου