Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΟΦΑΛΟΥ (4)

Ο Τόφαλος(δεξιά) εις ένα νούμερο του θιάσου ποικιλιών, που μετείχε το 1915. Εις το νούμερο αυτό ο Έλλην αθλητής υπεδύετο τον τενόρον.

Τέταρτο μέρος
---------------------
 
Έντρομος κοιτάζω προς το νησί. Ο ουρανός είχε μαυρίσει. Οι σκόνες απ’ τα χαλάσματα και καπνοί είχαν καλύψει την πόλι. Στην παιδική μου ψυχή σχηματίσθηκε η εντύπωσις ότι η Ζάκυνθος κατεστράφη. Με δάκρυα στα μάτια έβαλα πλώρη για την Κυλλήνη που βρίσκεται απέναντι από το νησί του Ιονίου. Με αγωνία και φόβο μαζί κατώρθωσα να αντικρύσω το αγέρωχο κάστρο της Κυλλήνης. Έφτιασα το τιμόνι και μπήκα στο τιμόνι. Κατάπληκτοι οι τελωνοφύλακες κι οι άλλοι άνθρωποι του λιμανιού έτρεξαν κοντά μου. Τους φάνηκε περίεργο πως ένα παιδί κατώρθωσε να κυβερνήση μια βάρκα με πανί μέσα στα θεόρατα κύματα του στενού της Κυλλήνης. Ακόμη και τώρα μου φαίνεται και σε μένα απίστευτο. Η αλήθεια εν τούτοις είναι έτσι όπως σας την αφηγούμαι. Τους είπα τι συνέβη στη Ζάκυνθο και περιέγραψα τι είδα προτού αναχωρήσω από το νησί. Η συγκίνησι φαινόταν στα πρόσωπα όλων. Παρεκάλεσα όμως να τηλεγραφήσουν στον πατέρα μου στην Πάτρα για να μην ανησυχή. Πράγματι τηλεγράφησαν και μαζί έστειλαν ένα λεπτομερές τηλεγράφημα στο νομάρχη Πατρών. Ο νομάρχης-ήταν τότε ο Μεσολογγίτης Παλαμάς- ετηλεγράφησε να με στείλουν στην Πάτρα με το απογευματινό τραίνο προκειμένου να δώσω πληροφορίες γιατί η επικοινωνία με τη Ζάκυνθο διεκόπη γιατί κατεστράφηκαν από το σεισμό τα καλώδια.

Το βράδι έφθασα στην Πάτρα. Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει το σταθμό του Αγίου Ανδρέα. Οι περισσότεροι ήσαν Ζακυνθινοί. Όλοι αγωνιούσαν να με ιδούν, να με ρωτήσουν, να μάθουν για τους συγγενείς τους. Ήμουνα ο μοναδικός μάρτυρας που έφτασε τόσο γρήγορα από το κατεστραμμένο νησί. Στο σταθμό ήταν ο νομάρχης και ο πατέρας μου.
- Το νησί εχάθηκε, τους είπα. Αυτό είχε χαραχθή τότε στη ψυχή μου. Αυτή η εικόνα μουχε μείνει κι είχε εντυπωθή τόσο έντονα στη παιδική μου φαντασία.
Το άκουσαν και τρομοκρατήθηκαν. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε. Μερικές γυναίκες λιποθύμησαν. Όλοι άρχισαν να καταλαμβανώνται από μια απέραντη θλίψι για τους δικούς τους πουχαν στο νησί.

ΠΑΛΛΑΪΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ
Οι αρχές τότε, μ’ επικεφαλής τον νομάρχη Παλαμά, έβαλαν μπροστά το έργο της περιθάλψεως του πληθυσμού. Το ίδιο βράδι δύο πλοία διετέθησαν για να μεταφέρουν γιατρούς, νοσοκόμους, υγειονομικό υλικό, σκηνές και τρόφιμα στους πληγέντες από τη θεομηνία.Την ώρα που έφευγαν τα καράβια για το πληγωμένο νησί ένοιωσα δυνατή ευχαρίστησι. Ήμουνα εγώ εκείνος που έγινε αφορμή να σταλούν βοήθεια σε χιλιάδες ανθρώπους. Καίτοι οι νεκροί από τους φοβερούς εκείνους σεισμούς πέρασαν τους εκατό, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ηρωϊκή περιπέτεια που έκανε όμως ένα καλό σε μένα:Επροκάλεσε την πρώτη παλλαϊκή υποδοχή που μου έκανε ο πληθυσμός των Πατρών. Που να φαντασθώ πως το θλιβερό εκείνο γεγονός θα μουδινε το πρώτο βάπτισμα των λαϊκών εκδηλώσεων με τις οποίες τόσες μου φόρτωσε η ζωή στο μετέπειτα βίο μου.
Αλλά –και τούτο ήταν για μένα σημαντικό την εποχή εκείνη- από τότε έγινα το αγαπημένο παιδί των Πατρών.

Η ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ
Προτού ακόμη τελειώσω το Σχολαρχείον διάφοροι φίλοι του πατέρα μου και ο ίδιος ο πατέρας μου, με προέτρεπαν να γυμναστώ. Είχα φτάσει πλέον στην ηλικία των 16 χρονών και η σωματική μου διάπλασι έκανε υπερβολική εντύπωσι. Ζύγιζα 80 οκάδες και αισθανόμουνα της μυϊκές μου δυνάμεις πολύ ισχυρές. Τότε –μιλάμε πάντοτε για το 1900- άρχισα να πηγαίνω στο γυμναστήριον της Γυμναστικής Εταιρίας Πατρών. Το πρώτον που μου έκανε εντύπωσι όταν μπήκα στο στίβο ήταν ο αείμνηστος πρωταθλητής Στέφανος Χριστόπουλος. Τον είδα όταν σήκωνε βάρη μέχρι 78 οκάδες και μου ήλθε ζάλη. «Είναι δυνατόν, σκέφτηκα, να σηκώνη με τόση ευκολία, τόσα βάρη;». Ήταν τότε μαζί μου ο πρόεδρος του συλλόγου Στέφανος Τζίνης και ο γυμναστής Ανδρέας Πετρουντζής. Μπροστά στα πόδια μου ήσαν τα αμφίσφαιρα που σήκωσε ο Χριστόπουλος.
- Εμπρός Τόφαλε για δοκίμασε...
Τους κοίταξα με κάποιο φόβο. Ήμουνα αγύμναστος. Είχα όμως μια δυνατή αυτοπεποίθησι και επιχείρησα. Πήρα τα αμφίσφαιρα και κατέβαλα μια υπεράνθρωπη προσπάθεια. Με κατάπληξι μου είδα τότε να σηκώνω με ευκολία το βάρος των 78 οκάδων.

Το γεγονός διεδόθη αμέσως σ’ ολόκληρο το γήπεδο. Όλοι έτραξαν να με ιδούν, να με συγχαρούν, να με ενισχύσουν...
- Μπράβο Τόφαλε, συ θα γίνης σπουδαίος αμα γυμναστής!...
Έφυγα ενθουσιασμένος από το γήπεδο. Στ’ αυτιά μου βουϊζαν οι λέξεις του Στέφανου Τζίνη:«Θα γίνης σπουδαίος αμα γυμναστής...». Αλλά γιατί να μη γυμναστώ; Εμπρός λοιπόν Τόφαλε, λέω στον εαυτό μου και ρίχνομαι με φανατισμό στην προπόνησι.
Στο μεταξύ ο γυμναστής Πετρουντζής, ο οποίος είχε σπουδάσει γυμναστική στην Αυστρία έπιασε τον πατέρα μου και τουπε:
- Κυρ Σπύρο πρέπει να βοηθήσης το Δημήτρη. Θα εξελιχθή σ’ έναν πρώτης τάξεως αθλητή...
Αλλά ο μακαρίτης ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ αντίρρησι για τη γυμναστική.
- Να τον αναλάβης εσύ, λέει στον Πετρουντζή. Κι εγώ το βλέπω πως θα εξελιχθή, αρκεί να μη τον μπλέξουνε οι γυναίκες...

Τρεις μήνες αργότερα στο Στάδιον γινόντουσαν οι Α’ Πανελλήνιοι αγώνες του 1901. Οι ξύλινες τότε κερκίδες του Ολυμπιακού Σταδίου ήσαν γεμάτες από κόσμο. Έλαβε μέρος στο αγώνισμα άρσεως βαρών. Ο Αθηναίος γιατρός Γεώργιος Μάνεσης είχε καταρρίψει το Ολυμπιακόν ρεκόρ της Ολυμπιάδος του 1896. Σήκωσε 96 οκάδες. Το ολυμπιακόν ρεκόρ ήταν 84 οκάδες. Στους αγώνες εκείνους ήλθα δεύτερος. Ο Μάνεσης σήκωσε 96 οκάδες κι εγώ 90. Κι έτσι κι εγώ παρ’ όλον ότι ήλθα δεύτερος κατέρριψα το ρεκόρ της Ολυμπιάδος.

ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ
Την εποχήν όμως εκείνην συνέβη ένα γεγονός το οποίον επέδρασε σημαντικά στη σταδιοδρομία μου. Ο νουνός μου, ο αείμνηστος στρατηγός Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως Γεωργίου Α’ με κάλεσε στο Αυλαρχείον. Είχε ενθουσιασθή από την εξαιρετική μου επίδοσι και ήθελε να με ενισχύση ηθικώς. Με δειλία που δικαιολογούν τα δεκαέξι χρόνια της νιότης, υπέβαλα τα σέβη μου στο νουνό μου.
- Τα συγχαρητήρια μου Δημήτρη, μουπε. Είμαι ευχαριστημένος από σένα. Ελπίζω να προοδεύσης, αρκεί μόνον να μας ακούσης...
- Θα κάνω ότι μου πήτε!.
- Πρώτα θα έλθης να σε παρουσιάσω στον Διάδοχο Κωνσταντίνο που σε ζήτησε να σε ιδή. Αυτός θα σου πη τι θα κάνης...
Πράγματι σε λίγα λεπτά βρισκόμουνα στο γραφείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Ο αλησμόνητος Στρατηλάτης με τράβηξε μ’ ενθουσιασμό κοντά του, μου χτύπησε τους ώμους με μεγάλη στοργή και αγάπη και μουπε:
- Νεαρέ Τόφαλε, επιθυμώ να γίνης ένας καλός αθλητής που να δοξάσης τη πατρίδα σου μια μέρα. Τα προσόντα τα έχεις. Πρέπει όμως να έχης τη θέληση και την υπομονή. Εαν πετύχης θα είναι τιμή για τον τόπο μας που του λείπουν οι αθληταί. Εαν όμως αποτύχης θα φταις εσύ...
Μου έδωσε το χέρι του. Με συγκίνησι του έδωσα το δικό μου και τουπα:
- Υψηλότατε θα καταβάλω κάθε προσπάθεια ώστε να πραγματοποιήσω αυτό που επιθυμείτε. Να είσθε βέβαιος γι’ αυτό!...

Μετά ένα χρόνο, δηλαδή το 1902, έλαβα μέρος εις τα «Σωτήρια» του Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου. Οι Πανελλήνιοι αυτοί αθλητικοί αγώνες γινόντουσαν κάθε χρόνο επι τη διασώσει του Βασιλέως Γεωργίου Α’ από την δολοφονικήν απόπειραν της λεωφόρου Συγγρού το 1896 μετά τον ατυχή πόλεμον. Αι αγώνες έγιναν σ’ ένα γήπεδο κοντά στον Ποδονίφτη. Θυμάμαι ότι ο κόσμος μ’ εχειροκρότησε ενθουσιωδώς γιατί κατώρθωσα να ανυψώσω 98 οκάδες. Δεύτερος ήλθε ο Πειραιώτης Περικλής Κακούσης. Δυστυχώς ο Μάνεσης δεν έλαβε μέρος γιατί εκείνο το χρόνο πέθανε από τύφο. Η Ελλάς είχε χάσει την εποχήν εκείνην έναν αξιόλογον αθλητήν.

ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ Μ’ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΑΝ
Εν τω μεταξύ τ’ όνομα μου αρχίζει να γίνεται γνωστό ανα το Πανελλήνιο. Η δημοτικότης μου, κυρίως στην Πάτρα, επηρέασε όπως ήταν φυσικό και τις γυναικείες καρδίες. Αυτό εξηγεί το φαινόμενο ότι σε κάθε αγώνα μου, ακόμη και στις προπονήσεις παρατηρείτο αθρόα συρροή γυναικών της εποχής εκείνης.
Θυμάμαι κάποια φορά στην Αθήνα έλαβα ένα γράμμα στο ξενοδοχείο μου. Εαν με βοηθάει καλά η μνήμη, η επιστολογράφος μου έλεγε:«Τοφαλάκι μου, αγαπημένο παιδί της Ελλάδος σε θαυμάζω. Η δύναμι σου με κατέπληξε μαζί με τις χιλιάδες των θαυμαστών σου. Θα ήθελα πολύ να μου χάριζες τ’ όνομα σου και τα νειάτα σου. Δεν είμαι κανένα μωρό για να μην ξαίρω τι λέω. Είμαι δεσποινίς αυστηρών αρχών και οι γονείς μου πολύ θα ήθελαν να γινόταν κάτι σοβαρό μεταξύ μας... Κάθε βράδι σε βλέπω στον ύπνο μου και δεν ησυχάζω!... Παίρνω τότε μια άμαξα και πηγαίνω έναν περίπατο μέχρι τη Κηφισιά...
Εαν αποφασίσης να δεχτής τη πρότασι μου, έλα να με ζητήσης από τους γονείς μου κι εκείνοι πολύ ευχαρίστως θα δεχθούν...»
Το κωμικότερο όμως σ’ αυτήν την υπόθεσι είναι ότι η «υποψήφια» ήταν 45 χρονών γεροντοκόρη και... σχιζοφρενής. Αυτό μου το ‘πε ένας φίλος μου αθλητής στον οποίον είχε στείλει η ιδία παρόμοια επιστολή.

Εν τούτοις, οι... ερωτικές επιθέσεις των κοριτσιών της ηλικίας μου επληθύνοντο κάθε μέρα, χωρίς ναταν δυνατόν οι εκδηλώσεις να προχωρήσουν πέραν των τυπικών φιλοφρονήσεων που απαιτούσε το κοινωνικόν πνεύμα της εποχής εκείνης.
Με αυτές τις προϋποθέσεις γινόμουνα παντού δεκτός μ’ εξαιρετικές... φιλοφρονήσεις. Οι αλησμόνητοι φίλοι μου και συμμμαθηταί μου: ο Γιάννης Αλατσίτος, ο Νίκος Γερακάρης, ο Κίμων και Σοφοκλής Κόλλας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Φώτης Παλαιολόγου, ο Γ. Θεοδωρόπουλος, ο Α. Στεφανόπουλος μου εξέφραζαν πάντοτε τον ενθουσιασμό τους και με ενίσχυαν ηθικώς στις προπονήσεις μου.

Το 1904 έλαβα μέρος στους Β’ Πανελληνίους αγώνες. Το Παναθηναϊκόν Στάδιον ήτο πλημμηρισμένο κόσμο. Την εποχή εκείνη ο αθλητισμός του στίβου έπαιρνε μια ρομαντική μεγαλοπρέπεια. Αποτελούσε το μεγαλύτερο κοσμικόν γεγονός γιατί συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος και ιδιαίτερα έκαναν την εμφάνισιν τους οι κοσμικές Αθηναίες και οι κύριοι της αριστοκρατίας. Οι Βασιλείς και τα περισσότερα μέλη της Βασιλικής Οικογενείας ήσαν πάντοτε μεταξύ των πρώτων θεατών και των ενθουσιωδών φιλάθλων του Σταδίου.
Στους αγώνες του 1904 εδημιούργησα ένα καινούργιο παγκόσμιο ρεκόρ. Σήκωσα βάρος 111 οκάδων. Το γεγονός χαιρετίστηκε τότε από τις χιλιάδες των θαυμαστών μου μ’ εξαιρετικόν ενθουσιαμό. Από τότε εσχηματίσθηκε η πεποίθησις πως στους Ολυμπιακούς του 1906 που θα ετελούντο στην Αθήνα θα εξασφάλιζα οπωσδήποτε την πρώτην Ολυμπιακήν νίκην. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α’ όταν είδε ν’ ανυψώνω 111 οκάδες είπε χαριτολογώντας στον νουνό μου Παπαδιαμαντόπουλο που καθόταν δίπλα του:
- Στρατηγέ ο βαφτιστικός σου έκανε τρεις άσσους!....

ΠΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ
Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν απ’ το Αυλαρχείο. Ο νουνός μου Παπαδιαμαντόπουλος αφού με συνεχάρη με παρουσίασε και πάλιν στον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Αυτή τη φορά ήμουν πολύ ευχαριστημένος και δεν εδείλιασα όταν βρέθηκα μπροστά στον Διάδοχο. Το πλατύ γέλιο του αείμνηστου Βασιλέως μου έδωσε θάρρος. Με συνεκίνησε η καταδεκτικότης του κι ενθουσιάστηκα για το ενδιαφέρον του για τον αθλητισμό. Όταν με είδε να μπαίνω στο γραφείο του σηκώθηκε όρθιος. Ήρθε κοντά μου και μου έσφιξε το χέρι με μεγάλη εγκαρδιότητα.
- Είσαι νεαρός ακόμη Τόφαλε, μουπε. Εν τούτοις ξαίρεις να κρατάς το λόγο σου. Η επίδοσις σου ήταν θαυμασία, αλλά τώρα χρειάζεται μεγαλύτερη προπόνησις και πιο εντατική. Όπως έχεις μάθει προετοιμαζόμαστε για τους Ολυμπιακούς αγώνας και η Ελλάς θα πρέπει να πάρη περισσότερα βραβεία απ’ ότι πήρε στους Α’ Ολυμπιακούς. Λόγοι εθνικοί το επιβάλλουν περισσότερο αυτή τη φορά!...
- Πιστεύω στο Θεό Υψηλότατε, κι έχω πεποίθησι στον εαυτόν μου. Να μείνετε ήσυχος ότι θα κάνω ακόμη και το υπεράνθρωπο.
- Μπράβο Τόφαλε! Να πας στο καλό και να μην εγκαταλείψης την προπόνησι....
Ο ενθουσιασμός ήταν χαραγμένος στο πρόσωπο μου την ώρα που αποχαιρετούσα τον αείμνηστον Κωνσταντίνον. Ο νουνός μου, ο στρατηγός Παπαδιαμαντόπουλος, με κατευώδωσε πλημμυρισμένος χαρά. Ο αγαθός εκείνος άνθρωπος ένοιωθε πως ήμουνα παιδί του. Και υπερηφανευόταν για μένα... Αλλά κι εγώ αισθανόμουνα υπερηφάνεια γιατί μέσα στο παλάτι γινόταν τόση συζήτησι για μένα και για την σταδιοδρομία μου.

Τέλος τέταρτου μέρους (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου