Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΟΦΑΛΟΥ (3)

 Ο Πατέρας του πρωταθλητή, Σπύρος Τόφαλος (από την εφημερίδα ΗΜΕΡΑ 11/09/1969)

Τρίτο μέρος
-----------------
 
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ...
Βρισκόμαστε στο 1895! Η Πάτρα πουναι και η ιδιαιτέρα μου πατρίδα, ήταν τότε στην ακμή της. Το λιμάνι των Πατρών ήταν από τα πρώτα λιμάνια εξαγωγικού εμπορίου που διέθετε τότε η πατρίδα μας. Ο πατέρας μου, ο αείμνηστος Σπύρος Τόφαλος, έκανε εμπόριο με σταφίδες γιατί διέθετε φορτηγίδες και ήταν αγαπητός μεταξύ του εμπορικού κόσμου. Στο σπίτι μας, στην οδό Τζώρτζ 7, κάθε μέρα περνούσαν οι πιο καλύτεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Από τη Ζάκυνθο επίσης πουταν η πατρίδα του πατέρα μου, έφταναν ταχτικώτατα και εφιλοξενούντο από το αρχοντικό μας οι πιο φημισμένες οικογένειες του αλησμόνητου εκίνου καιρού.

Αγαπούσαν πολύ τον πατέρα μου και ιδιαίτερα τη μητέρα μου γιατί υπήρξε μια από τις αρχόντισσες του τόπου μας. Καταδεχτική, γλυκομίλητη, στοργική, μάννα, αγαπημένη σύζυγος, φιλόξενη, είχε δημιούργησει συμπάθειες και στο νησί (τη Ζάκυνθο) και στη δύσκολη τότε πατραϊκή κοινωνία.
Από τα πρώτα μου χρόνια, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, φαινόμουνα λίγο ανήσυχος, ζωηρός. Εν τούτοις ήμουνα πειθαρχικός και ήξαιρα να σέβομαι τους γονείς μου και τους καθηγητές μου. Στο σχολείο όμως είχα μια τρομερή αποστροφή:τα Λατινικά. Δεν μπορούσα να συνηθίσω το μάθημα αυτό παρ’ όλες τις φιλικές υποδείξεις και τις απειλές των δασκάλων μου. Ήμουνα πραγματικά «ντουβάρι», κι’ αυτό έγινε αφορμή να μείνω τρία χρόνια στην ίδια τάξι. Ο μακαρίτης ο σχολάρχης μου ο Κανελλόπουλος, μου φώναζε πάντα:«Είσαι ξύλο απελέκητο Τόφαλε, στα Λατινικά, όχι τρία αλλά δεκατρία χρόνια να μείνης στην ίδια τάξι Λατινικά δεν μαθαίνεις».

Εν τούτοις μ’ αγαπούσαν πολύ στο σχολείο. Οι καθηγητές μου, ο Παπαπλιάκας, ο Δριβελόπουλος, ο Στεφανίδης, ο Μπούμπας παρ’ όλον ότι με μάλωναν σχεδόν κάθε μέρα γιατί πάντοτε τσακωνόμουνα, μου έδειχναν όμως τις περισσότερες φορές στοργή και αγάπη ξεχωριστά από τ’ άλλα παιδιά.Κι αυτό εμένα μ’ ενθουσίαζε γιατί παρ’ όλον ότι ήμουνα μικρός, καταλάβαινα πως η διάκρισι εκείνη μ’ έκανε να στέκομαι λίγο πιο ψηλά από τους άλλους. Προτού ακόμα αρχίσω να φοιτώ στο Σχολαρχείο-θα ήμου- θυμάμαι, δέκα χρονών παιδί, μου συνέβη ένα σοβαρώτατο ατύχημα που ως τόσο έγινε αφορμή να γίνω αθλητής. Βρισκόμουνα στο σιδηροροδρομικό σταθμό του Αγίου Διονυσίου Πατρών. Παρακολουθούσα τους ανθρώπους που δούλευαν να ξεφορτώνουν εμπορεύματα από τα βαγόνια και να τα φορτώνουν στα κάρρα. Αυτό μ’ άρεσε γιατί από τότε κατάλαβα με πόση δυσκολία και με τι ιδρώτα δούλευαν οι άνθρωποι για να βγάλουν το ψωμί τους. Κι επειδή ο σταθμός βρισκόταν κοντά στο σπίτι μου, πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα και χάζευα με τους αχθοφόρους και άλλοτε με την ατμομηχανή και τους μαυρισμένους από το κάρβουνο μηχανικούς.

Κάποια μέρα είχα ξεχαστή κοιτάζοντας την ατμομηχανή που έβγαζε σφυρίζοντας τα άσπρα συννεφάκια καπνού από τις ρόδες της . Σε κάποια στιγμή όμως που η η μηχανή ξεκίνησε απότομα σφυρίζοντας, αφήνιασε το άλογο ενός δίτροχου κάρρου κι ερχόταν προς το μέρος μου. Προσπάθησα να προφυλαχτώ αλλά ήταν αργά. Το φοβισμένο άλογο με το κάρρο με παρέσυραν. Έπεσα χάμω και η βαρειά ρόδα του κάρρου πέρασε πάνω από το δεξί μου χέρι και μου το συνέτριψε. Με μετέφεραν αμέσως σε μια κλινική. Οι γιατροί διεπίστωσαν ότι το χέρι μου είχε γίνει θρύψαλα.
- Άλλη διέξοδος κυρ Σπύρο, είπαν στον πατέρα μου, δεν υπάρχει παρά να κόψουμε το χέρι. Έτσι θα γλυτώσουμε τουλάχιστον το παιδί...
Όταν τ’ άκουσε ο πατέρας μου έγινε σκυλί.
- Τι λέτε; στ’ αλήθεια μου μιλάτε να κόψω το χέρι του παιδιού; Καλύτερα να πεθάνη...
Μουφεραν άλλους γιατρούς, μουφεραν γυναίκες με γιατροσόφια, η μητέρα μου, μ’ έταξε στον Άγιο Διονύσιο στη Ζάκυνθο! Φαίνεται όμως πως βοήθησε και λίγο η τύχη κι η δυνατή ιδιοσυγκρασία μου και δεν χρειάστηκε να καταφύγουμε στο χειρουργικό μαχαίρι. Απέφυγα τον κίνδυνο αλλά το χέρι μου ακόμη βρισκόταν σε άσχημη κατάστασι. Οι γιατροί μου συνέστησαν να κάνω γυμναστική και ιδιαίτερα κωπηλασία. Κάθε μέρα όταν τελείωνα τα μαθήματα μου έμπαινα σε μια βάρκα και γύριζα στον Πατραϊκό κόλπο. Αυτό με ωφέλησε καταπληκτικά. Χρησιμοποιώ τη λέξι «καταπληκτικά» γιατί ποτέ δεν φανταζόμουνα πως ένα θρυψαλιασμένο χέρι θα ήταν σε θέσι ύστερα από λίγα χρόνια να σηκώνη ογδόντα και εκατό οκάδες βάρος.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ «ΖΥΓΙΑ»
Σιγά-σιγά άρχισα ν’ ανακτώ δυνάμεις και μάλιστα προπονούμενος με δύο τρόπους: Με την κωπηλασία και μ’ έναν άλλον που τον βρήκα πολύ διασκεδαστικόν: Παρατηρούσα στις αποθήκες του πατέρα μου πως οι εργάτες σήκωναν διάφορα «ζύγια» και τα έβαζαν στις πλάστιγγες για να ζυγίζουν τα τσουβάλια της σταφίδας. Με τα ίδια «ζύγια» όταν είχαν την ώρα της αναπαύσεως έκαναν διάφορες ασκήσεις. Έβαζαν και μεταξύ τους στοιχήματα ποιος θα σηκώση το πιο βαρύ. Αυτό μου άρεσε εξαιρετικά. Και άρχισα να παίρνω και εγώ μέρος σ’ αυτές τις πρωτότυπες ασκήσεις. Σε ηλικία έντεκα χρονών κατώρθωσα να σηκώνω τα ίδια βάρη που σήκωναν οι εργάτες των τριάντα χρόνων.
- Μπράβο μουλεγαν, μπράβο Δημηράκη. Σιγά-σιγά θα μας περάσης και μας στη δύναμι...
Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως είχα κάτι ξεχωριστό από τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Κι αυτό μ’ ενθουσίαζε. Μ’ έκανε ναχω κάποιο εγωϊσμό που ασφαλώς δικαιολογείται όταν βρίσκεσαι στην ηλικία της άγουρης νιότης. 

ΠΩΣ ΕΣΩΣΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΞΕΝΟΥ
Στο καλοκαίρι του 1895 οφείλω το πρώτο μου «ντεπουτάρισμα» στην Πάτρα. Κι αυτό συνέβη απ’ ένα τυχαίο περιστατικό που εν τούτοις μ’ έκανε πολύ λαοφιλή, προ πάντων στη λεγόμενη «καλή» Πατραϊκή κοινωνία. Κατα τις ώρες που δεν είχα διάβασμα-κι ήσαν πολύ λίγες οι ώρες της μελέτης μου- πήγαινα στη θάλασσα. Δεν ξαίρω αλλά από τότε που έσπασα το χέρι μου και μου επέβαλαν τη κωπηλασία, η θάλασσα έγινε αγαπημένη σύντροφος. Έτσι και κεινο το μεσημέρι βρισκόμουνα στη δυτική παραλία των Πατρών όπου γινόντουσαν τα λουτρά. Δεν είχε κόσμο κι η αμμουδιά ήταν έρημη. Μόνον κάπου εκεί σε μια άκρη καθόταν μια κυρία που διάβαζε κι ένα μικρό παιδάκι τριών ή τεσσάρων ετών. Έψαχνα τις πέτρες κοντά στην ακρογιαλιά να βγάλω θαλασσινά. Ξαφνικά ακούω φωνές, δυνατές φωνές:«Βοήθεια!... Βοήθεια!..» Κοίταξα προς το μέρος της κυρίας που φώναζε. Την είδα να ξεφωνίζη έντρομη και να καλή διαρκώς σε βοήθεια. Το μέρος εκείνο ήταν έρημο. Έτρεξα αμέσως κοντά της. Με αλλοφροσύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της μου έδειξε το παιδάκι που είχε παρασυρθή από τα κύματα και πνιγόταν. Δεν έχασα καιρό. Με τα ρούχα έδωσα μια βουτιά και άρπαξα το παιδάκι από τα μαλλιά. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Η κυρία με κοίταζε με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα. Προσπάθησα να την ησυχάσω ενώ σήκωσα το παιδί ψηλά και το κράτησα ανάποδα για να βγάλη το θαλασσινό νερό. Σε λίγα λεπτά το αγοράκι συνήλθε. Το έβαλα κάτω στην άμμο, του έκανα μερικές αναπνευστικές κινήσεις και αμέσως ζωήρεψε. Η αγωνία της κυρίας εκόπασε και με ρώτησε:
- Πως σε λένε μικρέ;
- Δημήτρη Τόφαλο, της είπα.

ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ
Η κυρία αυτή ήταν παιδαγωγός στο σπίτι του Γενικού Προξένου της Αγγλίας Βούδ. Ο Βρετανός διπλωμάτης, ο οποίος κατα σύμπτωσιν συνεδέετο με φιλία με τον πατέρα μου, έτρεξε την ίδια μέρα στο σπίτι μας για να βρη τον πατέρα μου και να τον ευχαριστήση για το γυιό του. Εγώ ευχαριστήθηκα πολύ για κείνο το κατόρθωμα μου το οποίον τοβρισκα πολύ αξιόλογο για την ηλικία μου.
Μετά δύο μέρες ο Άγγλος πρόξενος έκανε μια δεξίωσι στην έπαυλι του στα «Ψηλά Αλώνια». Τότε η ωραία σήμερα πλατεία των Πατρών αποτελούσε εξοχικό συνοικισμόν της Αχαϊκής πρωτευούσης. Η δεξίωσις έγινε προς τιμήν του «μικρού ήρωος» όπως με αποκαλούσε ο Βούδ ενθουσιασμένος για τον γυιό του φίλου του.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδι. Ακόμη στη μνήμη μου διατηρούνται τα πλούσια φαγητά, τα πολλά φώτα, οι κύριοι με τα ψηλά καπέλλα και τα σκληρά κολλάρα, οι μουσικές, οι χοροί και ύστερα...
Ύστερα, αφού ο πρόξενος ανεκοίνωσε το κατόρθωμα μου στους προσκεκλημένους όλοι ήλθαν κοντά μου, με σήκωσαν στα χέρια τους, με φιλούσαν, μ’ αγκάλιαζαν!...
Την ώρα εκείνη η μαμά του μικρού έφερε το παιδί κοντά μου. Εκείνο τότε μου έδωσε ένα κουτί. Μέσα είχε ένα ωραίο χρυσό ρολόϊ το οποίον έγραφε:«Με την ευγνωμοσύνη μου το αφιερώνω στον Τόφαλο που μουσωσε τη ζωή». Δυστυχώς το πολύτιμο αυτό κειμήλιον μου το έκλεψαν στην Αμερική 25 χρόνια μετά το περιστατικόν του μικρού Βρεταννού.
Από την ημέρα εκείνη όλη η Πάτρα μίλαγε για το κατόρθωμα μου. Αυτό μ’ ευχαριστούσε ιδιαίτερα και μου άρεσε υπερβολικά. Συνέβη όμως και κάτι άλλο την εποχή εκείνη που μεγάλωσε τη δημοτικότητα μου. Θα το αναφέρω παρ’ όλον ότι δεν έχει και τόσο στενή συγγένεια με τη μετέπειτα εξέλιξι μου και σταδιοδρομία μου.

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Στη Ζάκυνθο είχα πολλούς συγγενείς γιατί όπως είπα, αποκει κατάγονταν οι γονείς μου. Πήγα το καλοκαίρι εκείνο για να περάσω ένα μέρος των θερινών διακοπών του σχολείου μου. Θυμάμαι κάποια μέρα ότι βρισκόμουνα στην ταράτσα του οικογενειακού μας σπιτιού στην Αγία Τρίαδα παραπλεύρως από τις Φυλακές. Το σπίτι ήταν τριώροφο κι εγώ από την ταράτσα απελάμβανα το γαλανό κομμάτι του Ιονίου που εκτείνονταν με γραφική μεγαλοπρέπεια μπροστά μου.
Σε κάποια στιγμή αισθάνομαι έναν ισχυρότατον κλονισμό. Μου ήλθε ζάλη. Προτού ακόμη μπορέσω να συνέλθω νοιώθω να κλονίζωμαι από τη θέσι μου. Ακούω μια τρομακτική βοή να σφυρίζη στ’ αυτιά μου. Η γη ολόκληρη σείεται. Τα σπίτια κινούνται εδώ κι εκεί. Τα καμπαναριά των εκκλησιών γκρεμίζονταν. Μέσα σε δευτερόλεπτα τα σπίτια καταρρέουν. Τρομερός σεισμός συγκλονίζει συθέμελα το νησί. Μ’ έπιασε φρίκη. Κατεβαίνω ολοταχώς τις σκάλες του σπιτιού μας. Με σταματούν οι κραυγές των γυναικών που φωνάζουν έξαλλλες στο δρόμο. Η στιγμή ήταν φοβερή. Οι σεισμοί εξακολουθούσαν. Καταβάλλω μια υπεράνθρωπη προσπάθεια και βρίσκομαι στο δρόμο. Τώρα ακούω μαζί με τις φωνές των ανθρώπων και τα ουρλιαχτά των σκύλων. Δεν έχασα καιρό και τρέχω στον κυματοθραύστη. Μπαίνω σε μια βάρκα του θείου μου και λύνω τα σχοινιά, ανοίγω το πανί και βγαίνω στ’ ανοιχτά.

Τέλος τρίτου μέρους (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου